Σας καλωσορίζω στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας για να γιορτάσουμε την εξαιρετικά σημαντική επέτειο των είκοσι χρόνων από την ένταξη της πατρίδας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (EE), αλλά και τα 74α γενέθλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως έχω κατ’ επανάληψη αναφέρει, κυρίες και κύριοι, η ένταξή μας το 2004 στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελεί τη σημαντικότερη επιτυχία της Κυπριακής Δημοκρατίας από ιδρύσεώς της το 1960. Αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας πολυετούς στρατηγικής επιδίωξης σε μια πορεία, όπου όλες οι Κυβερνήσεις κατέβαλαν επίπονες και επίμονες προσπάθειες, πάντα, και πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Να χαιρετίσω και την παρουσία του Αντιπροέδρου της Ελληνικής Βουλής, με την πολύτιμη αρωγή, συνεργασία και ουσιαστική συμπαράσταση της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Θέλω, όμως, να υπογραμμίσω ότι αυτή η πολύ σημαντική πορεία για τη χώρα μας δεν θα ήταν εφικτή χωρίς τις θυσίες του λαού μας.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω αναφερόμενος σε μερικές ημερομηνίες ορόσημα στην ιστορική αυτή πορεία, τιμώντας με αυτό τον τρόπο όλους τους προκατόχους μου που συνέβαλαν σε αυτή την ξεχωριστή για τη χώρα μας επιτυχία. Το πρώτο βήμα ήταν αναμφίβολα η υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, το 1972, επί προεδρίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου.
Το 1987, επί προεδρίας Σπύρου Κυπριανού, υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Τελωνειακής Ένωσης, ενώ το καλοκαίρι του 1990, επί προεδρίας Γιώργου Βασιλείου, υποβλήθηκε η αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Το 1993, όταν η ΕΟΚ είχε πια μετεξελιχθεί σε ΕΕ, η Κύπρος θεωρήθηκε ως επιλέξιμη για ένταξη χώρα.
Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1994, επί Ελληνικής Προεδρίας, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κέρκυρας, επί προεδρίας του Γλαύκου Κληρίδη, αποφασίστηκε όπως η Κύπρος περιληφθεί στον επόμενο γύρο διεύρυνσης της ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Μάρτιο του 1995, καθορίστηκε το χρονοδιάγραμμα των ενταξιακών μας διαπραγματεύσεων, οι οποίες ξεκίνησαν το 1998.
Τον Δεκέμβριο του 1999, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι, αποφασίστηκε ότι η επίλυση του Κυπριακού δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ένταξη της Κύπρου, ενώ τρία χρόνια αργότερα, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που συνήλθε στην Κοπεγχάγη, αποφάσισε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
Η απόφαση της Κοπεγχάγης επικυρώθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2003 και λίγες μέρες αργότερα, ο Πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος υπέγραψε στην Αθήνα τη Συνθήκη Προσχώρησης της Κύπρου στην ΕΕ. Η μακρά αυτή πορεία ολοκληρώθηκε με την επίσημη ένταξη την 1η Μαΐου του 2004.
Εκείνη τη μέρα, η Κύπρος κατέστη ισότιμο, πλήρες και αναπόσπαστο μέλος μιας ισχυρής και ομονοούσας ομάδας κρατών. Μιας ομάδας κρατών με τα οποία μοιραζόμαστε κοινές αξίες και αρχές, προασπιζόμενοι τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τον πλουραλισμό.
Η πέμπτη και μεγαλύτερη διεύρυνση της ΕΕ το 2004 μας έφερε μαζί με άλλες εννέα χώρες στο κοινό ευρωπαϊκό μας σπίτι. Μια ολόκληρη ήπειρος γιόρταζε, από τις χώρες της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης, που μέχρι λίγα χρόνια προηγουμένως βρίσκονταν στην άλλη πλευρά του Σιδηρούν Παραπετάσματος, μέχρι τη Μεσόγειο.
Είναι, θεωρώ, αδιαμφισβήτητο γεγονός -κανείς, μα κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει- ότι η προστιθέμενη αξία που φέρνει μαζί της το οικοδόμημα της ΕΕ αποτελεί το σημαντικότερο συλλογικό επίτευγμα της ανθρωπότητας στη Γηραιά Ήπειρο από την εποχή του Διαφωτισμού.
Σαν σήμερα, πριν από 74 χρόνια, ο Robert Schuman, εμπνευσμένος από τη στρατηγική σκέψη και τον ευφυή πολιτικό σχεδιασμό του Jean Monnet, προέβη στο Παρίσι στη γνωστή του Διακήρυξη, που έμελλε να αλλάξει τον ρου της ευρωπαϊκής Ιστορίας και εξελικτικά τη ζωή των Ευρωπαίων πολιτών.
Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1952 υπήρξε η απαρχή μιας γενικότερης οικονομικής, σε πρώτη φάση, ενοποίησης, που θα αποτελούσε μελλοντικά τον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας.
Δικαίως, λοιπόν, μνημονεύουμε σήμερα, 9 Μαΐου, τη Διακήρυξη του Schuman σε όλα τα μήκη και πλάτη της ΕΕ, διότι στην ουσία σηματοδότησε την απαρχή της ευρωπαϊκής πολιτικής ενοποίησης και οικονομικής ολοκλήρωσης, οδηγώντας σε όλο αυτό που σήμερα όλοι γνωρίζουμε και για το οποίο είμαστε όλοι περήφανοι, την ΕΕ.
Η ένταξη της πατρίδας μας στην ΕΕ έφερε δραστικές, θετικές αλλαγές σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητάς μας. Ίσως η πλέον σημαντική αλλαγή είναι η ενισχυμένη μας θέση, διπλωματικά και πολιτικά, που προκύπτει από το γεγονός ότι ανήκουμε πλέον σε μια πολυπληθή και ισχυρή οικογένεια που αριθμεί 27 κράτη μέλη και σχεδόν μισό δισεκατομμύριο πολίτες. Αυτή η ενισχυμένη θέση είναι σαφώς σημαντική για κάθε μέλος της ΕΕ, αλλά ας αναλογιστούμε πόσο μεγαλύτερη σημασία έχει για μια γεωγραφικά πολύ μικρή και υπό κατοχή πατρίδα όπως η δική μας.
Την ίδια στιγμή -και πέραν της διπλωματικής διάστασης- ως κράτος μέλος της ΕΕ καταφέραμε μαζί με τους εταίρους μας να αντιμετωπίσουμε με επιτυχία μείζονες κρίσεις, όπως η οικονομική κατάρρευση της περασμένης δεκαετίας και πιο πρόσφατα η πανδημία του κορωνοϊού. Αναλογιστείτε μόνο πόσο πιο δύσκολο θα ήταν για τη μικρή Κύπρο εάν ήταν εκτός της ευρωπαϊκής οικογένειας να εξέλθει μόνη της από την οικονομική κρίση ή να εξασφαλίσει τα εμβόλια που χρειάζονταν για αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά και πόσο βοήθησε όλα τα κράτη μέλη ο ιστορικός κοινός δανεισμός της ΕΕ εν μέσω της πρωτόγνωρης πανδημίας.
Η ΕΕ, λοιπόν, είναι αδιαμφισβήτητα ο χώρος που μας προσφέρει τη δυνατότητα να διεκδικούμε και να αντιμετωπίζουμε τις όποιες προκλήσεις, πάντοτε μέσα σε πνεύμα συμβιβασμού και συνεργασίας, για το κοινό καλό, το καλό της Ένωσης και των πολιτών της. Την ίδια στιγμή, είμαστε αρκετά ρεαλιστές και αντιλαμβανόμαστε τα όρια, τους περιορισμούς, αλλά και τα συμφέροντα που υπάρχουν και εντός της ΕΕ.
Με τα όσα προανέφερα, δεν ισχυρίζομαι ότι η ΕΕ είναι μια κοινωνία αγγέλων, ούτε ότι ο λόγος και ρόλος κάποιων κρατών μελών δεν είναι σαφώς πιο ισχυρός. Δεν έχω αυταπάτες. Έχω, όμως, την ξεκάθαρη θέση, την έντονη πεποίθηση ότι η αντιμετώπιση των προκλήσεων από μικρά κράτη, ειδικότερα υπό κατοχή, όπως η πατρίδα μας, θα ήταν σαφώς πιο δύσκολη, ίσως αδύνατη, εκτός της ΕΕ.
Από την περίοδο που ήμουν Υπουργός Εξωτερικών είχα πολλές φορές στηλιτεύσει -δημόσια μάλιστα- τη γενικότερη τάση κάποιων κυβερνήσεων των κρατών μελών να υιοθετούν κατ’ απόλυτο τρόπο τις επιτυχίες της ΕΕ ως δικές τους εθνικές επιτυχίες, που κερδήθηκαν μάλιστα μετά από σκληρή μάχη στις Βρυξέλλες, ενώ για τις όποιες δύσκολες αποφάσεις που ενέχουν πολιτικό κόστος, να ρίχνουμε την ευθύνη στις Βρυξέλλες, στους απρόσωπους γραφειοκράτες των θεσμικών οργάνων, στους Επίτροπους, στις συγκυρίες που δεν επέτρεψαν δυστυχώς την υιοθέτηση των δικών τους θέσεων.
Είναι τέτοιου είδους συμπεριφορές από τους πολιτικούς ηγέτες της Ευρώπης που σε βάθος χρόνου -και εγώ λέω σε πολλές περιπτώσεις άθελά τους- υποβοηθούν στην εκκόλαψη του ευρωσκεπτικισμού, ρίχνοντας νερό στον μύλο των ευρωφοβικών και λαϊκίστικων δυνάμεων στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο είναι πολύ επικίνδυνο, ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία με τις πολλαπλές προκλήσεις και ενόψει των πολύ σημαντικών εκλογών της 9ης Ιουνίου για ανάδειξη των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Σε αντίθεση με όλες αυτές τις αρνητικές για την ΕΕ προσεγγίσεις, αλλά και ως τρόπος αντιμετώπισής τους, θα ήθελα απόψε να δηλώσω ότι ως Κυβέρνηση είμαστε θιασώτες μιας ακόμα πιο ισχυρής και ολοκληρωμένης Ευρώπης. Ειλικρινά πιστεύω ότι η ΕΕ θα έχει ακόμη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία αν προχωρήσει περαιτέρω η θεσμική της εμβάθυνση, αν αποκτήσει ακόμη περισσότερες κοινές πολιτικές, αν τα κράτη μέλη εκχωρήσουμε ακόμη μεγαλύτερο μέρος της εθνικής μας κυριαρχίας στα υπερεθνικά θεσμικά όργανα. Είμαι υπέρμαχος μιας εξελικτικής πορείας με στόχο την οικοδόμηση μιας ΕΕ με αμιγώς ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά, όπως ακριβώς οραματίστηκαν την Ομοσπονδιακή Ευρώπη ο Schuman και ο Monnet στις 9 Μαΐου 1950, αλλά και πολλές άλλες προσωπικότητες της Ευρώπης.
Η οικοδόμηση μιας ομοσπονδιακής ΕΕ είναι, κατά την άποψή μου, κάτι που επιτάσσει το συλλογικό μας συμφέρον στο σημερινό δύσκολο και συνεχώς μεταβαλλόμενο διεθνές πλαίσιο και κάτι που θα καταστήσει σαφώς και την ΕΕ πιο αποτελεσματική. Ως κράτη μέλη, μόνο αν είμαστε μαζί, ενωμένοι στην πολυμορφία μας, μοιραζόμενοι τις κοινές αρχές και αξίες μας, επί των οποίων είναι γερά θεμελιωμένο το ευρωπαϊκό μας οικοδόμημα, μπορούμε όχι απλά να επιβιώσουμε, αλλά και να πρωταγωνιστήσουμε στο σημερινό διεθνές πλαίσιο με τους έντονους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, την αστάθεια και τις σχεδόν καθημερινές προκλήσεις. Η ισχύς διά της ενώσεως, λοιπόν, είναι το στοιχείο που πρέπει να μας καθοδηγεί και είναι η παρακαταθήκη που πρέπει να καθορίζει τις αποφάσεις μας σε σχέση με το μέλλον της Ευρώπης.
Πέραν των δύσκολων καταστάσεων που προανέφερα και αντιμετωπίσαμε με επιτυχία ως μέλη της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας, σκεφτείτε τις σημερινές προκλήσεις. Τους πολέμους στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή και τις επιπτώσεις για όλους μας. Ας σκεφτούμε τις προκλήσεις της δίδυμης μετάβασης, πράσινης και ψηφιακής, το μεταναστευτικό, την ανάγκη ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς μας, τις επενδύσεις που πρέπει να γίνουν στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας. Όλα όσα ανέφερα αναδεικνύουν σαφώς την ανάγκη για περισσότερη Ευρώπη, αφού μπορούν να επιτευχθούν σαφώς πιο γρήγορα και πιο εύστοχα μέσα από την περαιτέρω θεσμική μας συνεργασία. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για τη στρατηγική αυτονόμηση της Ένωσης σε τομείς όπως η άμυνα, η ασφάλεια και η ενέργεια.
Την ίδια στιγμή, όλα αυτά και πολλά άλλα σαφώς μπορούν να αντιμετωπιστούν με επιτυχία, ειδικά για ένα μικρό κράτος όπως η Κυπριακή Δημοκρατία, με το να είναι ενεργό και ουσιαστικό μέλος της ΕΕ.
Ως μια Κυβέρνηση, λοιπόν, που πιστεύει ακράδαντα στον θετικά καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει η ΕΕ, αλλά και στην περαιτέρω εμβάθυνση της Ένωσης, γνωρίζουμε ταυτόχρονα ότι στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας οφείλουμε με τη σειρά μας να συνεισφέρουμε στους εταίρους μας και στην ενδυνάμωση της Ένωσης. Στόχος μας, που ήδη υλοποιείται, είναι να μην είμαστε μονοθεματικοί στις παρεμβάσεις μας και να μη μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας στις Βρυξέλλες το Κυπριακό ή/και τα ευρωτουρκικά.
Στο πλαίσιο αυτό, πρωτοβουλίες όπως η «Αμάλθεια» για έναν θαλάσσιο ανθρωπιστικό διάδρομο προς τον δοκιμαζόμενο πληθυσμό της Γάζας, η πρωτοβουλία, μαζί με άλλα κράτη, για ουσιαστική στήριξη της Αιγύπτου και του Λιβάνου από την ΕΕ και οι κοινές μας επισκέψεις με την Πρόεδρο της Επιτροπής αναδεικνύουν την προστιθέμενη αξία που φέρνει η μικρή Κύπρος στη μεγάλη οικογένεια της ΕΕ, αξιοποιώντας τη γεωγραφική της θέση, τις εξαίρετες σχέσεις της με όλα τα γειτονικά κράτη και το ικανότατο ανθρώπινο δυναμικό της.
Μίλησα για ένα κράτος μέλος με λόγο και ρόλο στην ΕΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, ένα πολύ σημαντικό ορόσημο αποτελεί η ενάσκηση της Προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ από την πατρίδα μας το πρώτο εξάμηνο του 2026. Έχοντας προσωπικά την ευλογία να συμμετέχω ενεργά στην πρώτη Προεδρία της Κύπρου το δεύτερο εξάμηνο του 2012, αντιλαμβάνομαι από πρώτο χέρι την ύψιστη σημασία του θεσμού της Προεδρίας, αφού η χώρα μας θα έχει μια μοναδική ευκαιρία, ανάμεσα σε άλλα, να συμβάλλει με απολύτως θετικό τρόπο, ως έντιμος διαμεσολαβητής, στη διασφάλιση της θεσμικής συνοχής και στην προώθηση όσο το δυνατόν περισσοτέρων νομοθετικών φακέλων, που θα διευρύνουν την προστιθέμενη αξία της ευρωπαϊκής ενοποιητικής διαδικασίας.
Ο προ μηνών διορισμός της Υφυπουργού για Ευρωπαϊκά Θέματα σηματοδότησε ουσιαστικά την έναρξη των διαδικασιών για προετοιμασία αυτής της μεγάλης εθνικής προσπάθειας και είμαι σίγουρος ότι τα αποτελέσματα που θα προκύψουν θα είναι θετικά.
Η αξιοπιστία μας, λοιπόν, η αξιοπιστία της Κυπριακής Δημοκρατίας ως εταίρου, είναι σημαντική και εργαζόμαστε διαρκώς για να την ενισχύσουμε ακόμη περισσότερο. Μια τέτοια εξέλιξη ειλικρινά πιστεύω πως θα ενισχύσει και τις προσπάθειές μας για επίτευξη της υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητας μας, της επίλυσης του Κυπριακού, όπου φέτος δυστυχώς έχουμε την τραγική επέτειο των 50 χρόνων, μισού αιώνα, από την τουρκική εισβολή του 1974. Εξάλλου, η κατοχή της πατρίδας μας, η κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους, αποτελεί ανοικτή πληγή στο σώμα ολόκληρης της ΕΕ. Το Κυπριακό είναι κατεξοχήν ευρωπαϊκό ζήτημα και η ΕΕ έχει κάθε συμφέρον, αλλά και υποχρέωση να συμβάλει ενεργά, μέσα από έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, για την οριστική διευθέτησή του, αξιοποιώντας όλα τα πολιτικοοικονομικά μέσα και εργαλεία που έχει στη διάθεσή της στο πλαίσιο και των ευρωτουρκικών σχέσεων. Δεν διεκδικούμε, λοιπόν, τίποτα λιγότερο από ό,τι απολαμβάνουν οι συμπολίτες μας των υπολοίπων κρατών μελών της Ένωσής μας.
Είναι ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο που επενδύουμε πολιτικά στην ουσιαστική στήριξη της Ευρώπης για τη νέα πρωτοβουλία που πετύχαμε να δρομολογήσουμε μέσα και από τις δικές μας ενέργειες, με τον διορισμό της προσωπικής απεσταλμένης του Γενικού Γραμματέα (ΓΓ) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ). Στο ίδιο πλαίσιο, στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Απριλίου έχουμε καταφέρει μαζί με τους εταίρους μας, μέσω των σχετικών Συμπερασμάτων, να διασυνδέσουμε ουσιαστικά ενδεχόμενη πρόοδο στα ευρωτουρκικά με ουσιαστικές εξελίξεις στο Κυπριακό, πάντοτε εντός του συμφωνημένου πλαισίου.
Επενδύουμε, λοιπόν, στον ρόλο της Ευρώπης, γιατί –πέραν των όσων προανέφερα για τα ευρωτουρκικά- είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το κεκτημένο μπορεί να λειτουργήσει ως η βάση πάνω στην οποία θα θεμελιώσουμε το κοινό μας μέλλον σε μια επανενωμένη Κύπρο, αλλά και γιατί η ΕΕ μέσω του κεκτημένου, των αρχών και αξιών της αποτελεί την καλύτερη ασφαλιστική δικλείδα για την εφαρμογή μιας ενδεχόμενης λύσης του Κυπριακού. Για μια Κύπρο, όπου όλοι οι νόμιμοι κάτοικοί της, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Λατίνοι, θα μπορούν να απολαύσουν πλήρως τα δικαιώματά τους ως Ευρωπαίοι πολίτες σε μια επανενωμένη Κύπρο.
Κλείνω, λέγοντας ότι ως Κύπριοι πολίτες αισθανόμαστε περήφανοι που ανήκουμε στο πλέον επιτυχημένο εγχείρημα ειρήνης στον κόσμο. Ένα εγχείρημα που δημιουργήθηκε μέσα από τα αποκαΐδια δυο παγκοσμίων πολέμων, με στόχο την εδραίωση της ειρήνης, της ασφάλειας και της συνεργασίας και το οποίο έχει σήμερα κατορθώσει να εξελιχθεί σε μια από τις ισχυρότερες οικονομίες στον πλανήτη, με ένα βαθύτατα ισχυρό αξιακό σύστημα και ένα αδιαμφισβήτητο γεωστρατηγικό αποτύπωμα.
Σε αυτό το πετυχημένο εγχείρημα ειρήνης επενδύουμε και εμείς για τερματισμό της κατοχής και επανένωση της πατρίδας μας. Και, ναι,η ΕΕ είναι το βασικό μας στήριγμα στην προσπάθεια για επίτευξη ειρήνης στον τόπο μας και για εδραίωση του αισθήματος ασφάλειας και συνεργασίας στην ταραγμένη περιοχή της ευρύτερης Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.
Γιορτάζουμε και τιμούμε, λοιπόν, τη φετινή επέτειο των 20 χρόνων από την ένταξή μας, αλλά και 74 χρόνων από την ίδρυση της ΕΕ με αισθήματα υπερηφάνειας, αισιοδοξίας, αλλά και με συναίσθηση του χρέους και της ευθύνης μας απέναντι στους νέους μας, που είναι το μέλλον της Κύπρου μας και της Ευρώπης.
Εξάλλου, για τους νέους μας εργαζόμαστε, με μοναδικό στόχο να πετύχουμε μια ΕΕ ακόμα πιο ισχυρή, ακόμα πιο ανθεκτική, ακόμα πιο ανταγωνιστική.